- ακριδοφάγος
- Αυτός που τρώει ακρίδες. Στα αρχαία χρόνια αναφέρονται αρκετοί λαοί που έτρωγαν ακρίδες. Ο Στράβων μας πληροφορεί ότι μια φυλή της Αιθιοπίας τρεφόταν με ακρίδες και ο Πλίνιος αναφέρεται σε κάποια μυθολογικά όντα, τους Ακέφαλους, που δεν είχαν κεφάλι αλλά το στόμα και τα μάτια τους ήταν τοποθετημένα στο στήθος. Τα όντα αυτά τρέφονταν με φίδια και ακρίδες και ζούσαν σε σπήλαια και σε τρώγλες (τρωγλοδύτες). Οι α. δεν ήταν μακρόβιοι, γιατί η τροφή αυτή συντελούσε στη φθορά του οργανισμού τους και στον γρήγορο θάνατό τους. Α. ήταν και μια φυλή της αρχαίας Νουβίας.
* * *-ο (Α ἀκριδοφάγος, -ον), νεοελλ. και ακριδοφάηςαυτός που τρώει ακρίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρίς -ίδος + -φάγος < ἔφαγον, ἐσθίω.ΠΑΡ. μσν. ἀκριδοφαγῶ νεοελλ. ακριδοφαγία].
Dictionary of Greek. 2013.